- αμφίδουλος
- ἀμφίδουλος, -ον (ΑΜ)αυτός που είναι δούλος και από πατέρα και από μητέρα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι-* + δοῦλος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀμφίδουλος — slave both by father and mother masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμφ(ι)- — Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής καθώς και επιστημονικών όρων, με μεγάλη παραγωγικότητα. Προέρχεται από την αρχαία λέξη ἀμφί, που λειτουργεί ως πρόθεση και επίρρημα. Κατά τη σύνθεση, το τελικό φωνήεν ι άλλοτε… … Dictionary of Greek